πολυδιψία

πολυδιψία
η, Ν
ιατρ. αυξημένη επιθυμία για λήψη υγρών που παρατηρείται σε ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη ή από ορισμένες παθήσεις τών ουροδόχων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polydipsia < poly- (< πολυ-*) + -dipsia (< δίψα). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • Polydipsia — SignSymptom infobox Name = Polydipsia ICD10 = ICD10|R|63|1|r|50 ICD9 = ICD9|783.5 Polydipsia is a medical symptom in which the patient drinks abnormally large amounts of fluids. The word derives from the Greek πολυδιψία , the feminine of… …   Wikipedia

  • Polydipsie — Als Polydipsie [griechisch πολυδιψία, πολύ = viel + δίψα = durst (διψία basiert auf dem altgriechischen πολυδίψιος = sehr durstig)] bezeichnet man in der Medizin krankhaft gesteigerten Durst. Sie ist wegen der erhöhten Flüssigkeitsaufnahme häufig …   Deutsch Wikipedia

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”