- πολυδιψία
- η, Νιατρ. αυξημένη επιθυμία για λήψη υγρών που παρατηρείται σε ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη ή από ορισμένες παθήσεις τών ουροδόχων οδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polydipsia < poly- (< πολυ-*) + -dipsia (< δίψα). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.